απολογιέμαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

απολογιέμαι < απολογούμαι < αρχαία ελληνική ἀπολογοῦμαι

Ρήμα

απολογιέμαι (αποθετικό ρήμα)

  1. (λαϊκότροπο) (λογοτεχνικό) απαντώ, αποκρίνομαι
  2. (λαϊκότροπο) (λογοτεχνικό) απολογούμαι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.