απολογιούμαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- απολογιούμαι < απολογούμαι < αρχαία ελληνική ἀπολογοῦμαι
Ρήμα
απολογιούμαι (αποθετικό ρήμα)
- (λαϊκότροπο) (λογοτεχνικό) απαντώ, αποκρίνομαι
- (λαϊκότροπο) (λογοτεχνικό) απολογούμαι
Μεταφράσεις
απολογιούμαι
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.