απολογούμενος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | απολογούμενος | η | απολογούμενη | το | απολογούμενο |
| γενική | του | απολογούμενου | της | απολογούμενης | του | απολογούμενου |
| αιτιατική | τον | απολογούμενο | την | απολογούμενη | το | απολογούμενο |
| κλητική | απολογούμενε | απολογούμενη | απολογούμενο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | απολογούμενοι | οι | απολογούμενες | τα | απολογούμενα |
| γενική | των | απολογούμενων | των | απολογούμενων | των | απολογούμενων |
| αιτιατική | τους | απολογούμενους | τις | απολογούμενες | τα | απολογούμενα |
| κλητική | απολογούμενοι | απολογούμενες | απολογούμενα | |||
| ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- απολογούμενος < μετοχή ενεστώτα του απολογούμαι
Μετοχή
απολογούμενος-η -ο
- (ως ουσιαστικό ή επίθετο) που απολογείται
- καθώς κάποιος απολογείται
- απολογούμενος ο δράστης επικαλέστηκε βρασμό ψυχικής ορμής
- να απολογείται
- από κατήγορος στο τέλος βρέθηκε απολογούμενος
Μεταφράσεις
απολογούμενος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.