απολεπιστικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | απολεπιστικός | η | απολεπιστική | το | απολεπιστικό |
| γενική | του | απολεπιστικού | της | απολεπιστικής | του | απολεπιστικού |
| αιτιατική | τον | απολεπιστικό | την | απολεπιστική | το | απολεπιστικό |
| κλητική | απολεπιστικέ | απολεπιστική | απολεπιστικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | απολεπιστικοί | οι | απολεπιστικές | τα | απολεπιστικά |
| γενική | των | απολεπιστικών | των | απολεπιστικών | των | απολεπιστικών |
| αιτιατική | τους | απολεπιστικούς | τις | απολεπιστικές | τα | απολεπιστικά |
| κλητική | απολεπιστικοί | απολεπιστικές | απολεπιστικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
απολεπιστικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με την απολέπιση ή συμβάλλει στο να επιτευχθεί
- Τονωτικός, στυπτικός και απολεπιστικός, ο χυμός του λεμονιού είναι ιδανικός για τα λιπαρά δέρματα με διεσταλμένους πόρους, για τα αδύνατα μαλλιά, αλλά και για την αντιμετώπιση της λιπαρότητας και της πιτυρίδας. (*)
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
απολεπιστικός
|
→ δείτε τη λέξη αποφολιδωτικός |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.