απολεπίζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

απολεπίζω < (ελληνιστική κοινή) ἀπολεπίζω < αρχαία ελληνική ἀπολέπω < ἀπό + λέπω

Ρήμα

απολεπίζω

  1. βγάζω τα λέπια
     συνώνυμα: ξελεπιάζω, ξελεπίζω
  2. (ιατρική) αφαιρώ αφαίρεση κάποια εξωτερικά τμήματα του δέρματος (ή πέφτουν μόνα τους, λόγω ασθένειας: οστρακιάς, ψωρίασης κ.ά.)
  3. βγάζω τον φλοιό
     συνώνυμα: αποφλοιώνω, ξεφλουδίζω

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.