απολεπίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- απολεπίζω < (ελληνιστική κοινή) ἀπολεπίζω < αρχαία ελληνική ἀπολέπω < ἀπό + λέπω
Ρήμα
απολεπίζω
Συγγενικά
- απολέπιση
- απολέπισμα
- απολεπισμένος
- → δείτε τις λέξεις από και λέπι
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | απολεπίζω | απολέπιζα | θα απολεπίζω | να απολεπίζω | απολεπίζοντας | |
| β' ενικ. | απολεπίζεις | απολέπιζες | θα απολεπίζεις | να απολεπίζεις | απολέπιζε | |
| γ' ενικ. | απολεπίζει | απολέπιζε | θα απολεπίζει | να απολεπίζει | ||
| α' πληθ. | απολεπίζουμε | απολεπίζαμε | θα απολεπίζουμε | να απολεπίζουμε | ||
| β' πληθ. | απολεπίζετε | απολεπίζατε | θα απολεπίζετε | να απολεπίζετε | απολεπίζετε | |
| γ' πληθ. | απολεπίζουν(ε) | απολέπιζαν απολεπίζαν(ε) |
θα απολεπίζουν(ε) | να απολεπίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | απολέπισα | θα απολεπίσω | να απολεπίσω | απολεπίσει | ||
| β' ενικ. | απολέπισες | θα απολεπίσεις | να απολεπίσεις | απολέπισε | ||
| γ' ενικ. | απολέπισε | θα απολεπίσει | να απολεπίσει | |||
| α' πληθ. | απολεπίσαμε | θα απολεπίσουμε | να απολεπίσουμε | |||
| β' πληθ. | απολεπίσατε | θα απολεπίσετε | να απολεπίσετε | απολεπίστε | ||
| γ' πληθ. | απολέπισαν απολεπίσαν(ε) |
θα απολεπίσουν(ε) | να απολεπίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω απολεπίσει | είχα απολεπίσει | θα έχω απολεπίσει | να έχω απολεπίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις απολεπίσει | είχες απολεπίσει | θα έχεις απολεπίσει | να έχεις απολεπίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει απολεπίσει | είχε απολεπίσει | θα έχει απολεπίσει | να έχει απολεπίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε απολεπίσει | είχαμε απολεπίσει | θα έχουμε απολεπίσει | να έχουμε απολεπίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε απολεπίσει | είχατε απολεπίσει | θα έχετε απολεπίσει | να έχετε απολεπίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν απολεπίσει | είχαν απολεπίσει | θα έχουν απολεπίσει | να έχουν απολεπίσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.