ξεφλούδισμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξεφλούδισμα τα ξεφλουδίσματα
      γενική του ξεφλουδίσματος των ξεφλουδισμάτων
    αιτιατική το ξεφλούδισμα τα ξεφλουδίσματα
     κλητική ξεφλούδισμα ξεφλουδίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ξεφλούδισμα < ξεφλουδίζω

Ουσιαστικό

ξεφλούδισμα ουδέτερο

  1. η αποφλοίωση ενός φρούτου ή η φθορά ενός τοίχου
  2. η απώλεια επιφανειακών κυττάρων του δέρματος από την έκθεση στον ήλιο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.