ξεφλούδισμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ξεφλούδισμα | τα | ξεφλουδίσματα |
| γενική | του | ξεφλουδίσματος | των | ξεφλουδισμάτων |
| αιτιατική | το | ξεφλούδισμα | τα | ξεφλουδίσματα |
| κλητική | ξεφλούδισμα | ξεφλουδίσματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ξεφλούδισμα < ξεφλουδίζω
Ουσιαστικό
ξεφλούδισμα ουδέτερο
- η αποφλοίωση ενός φρούτου ή η φθορά ενός τοίχου
- η απώλεια επιφανειακών κυττάρων του δέρματος από την έκθεση στον ήλιο
Συγγενικά
Μεταφράσεις
ξεφλούδισμα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.