αποφολίδωση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αποφολίδωση | οι | αποφολιδώσεις |
| γενική | της | αποφολίδωσης* | των | αποφολιδώσεων |
| αιτιατική | την | αποφολίδωση | τις | αποφολιδώσεις |
| κλητική | αποφολίδωση | αποφολιδώσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, αποφολιδώσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Συγγενικά
- αποφολιδωτικός
- → δείτε τη λέξη φολίδα
Μεταφράσεις
αποφολίδωση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.