ξελέπισμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ξελέπισμα | τα | ξελεπίσματα |
| γενική | του | ξελεπίσματος | των | ξελεπισμάτων |
| αιτιατική | το | ξελέπισμα | τα | ξελεπίσματα |
| κλητική | ξελέπισμα | ξελεπίσματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

ξελέπισμα ψαριού
Μεταφράσεις
ξελέπισμα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.