αποκτηνωμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αποκτηνωμένος η αποκτηνωμένη το αποκτηνωμένο
      γενική του αποκτηνωμένου της αποκτηνωμένης του αποκτηνωμένου
    αιτιατική τον αποκτηνωμένο την αποκτηνωμένη το αποκτηνωμένο
     κλητική αποκτηνωμένε αποκτηνωμένη αποκτηνωμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αποκτηνωμένοι οι αποκτηνωμένες τα αποκτηνωμένα
      γενική των αποκτηνωμένων των αποκτηνωμένων των αποκτηνωμένων
    αιτιατική τους αποκτηνωμένους τις αποκτηνωμένες τα αποκτηνωμένα
     κλητική αποκτηνωμένοι αποκτηνωμένες αποκτηνωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αποκτηνωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου αποκτηνώνω

Μετοχή

αποκτηνωμένος, -η, -ο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.