αποκτηνώνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αποκτηνώνω < (ελληνιστική κοινή) ἀποκτηνόω/ἀποκτηνῶ < ἀπό + κτῆνος
Ρήμα
αποκτηνώνω
Συνώνυμα
Αντώνυμα
Συγγενικά
- αποκτηνωμένος
- αποκτήνωση
- αποκτηνωτικός
- → δείτε τη λέξη κτήνος
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αποκτηνώνω | αποκτήνωνα | θα αποκτηνώνω | να αποκτηνώνω | αποκτηνώνοντας | |
| β' ενικ. | αποκτηνώνεις | αποκτήνωνες | θα αποκτηνώνεις | να αποκτηνώνεις | αποκτήνωνε | |
| γ' ενικ. | αποκτηνώνει | αποκτήνωνε | θα αποκτηνώνει | να αποκτηνώνει | ||
| α' πληθ. | αποκτηνώνουμε | αποκτηνώναμε | θα αποκτηνώνουμε | να αποκτηνώνουμε | ||
| β' πληθ. | αποκτηνώνετε | αποκτηνώνατε | θα αποκτηνώνετε | να αποκτηνώνετε | αποκτηνώνετε | |
| γ' πληθ. | αποκτηνώνουν(ε) | αποκτήνωναν αποκτηνώναν(ε) |
θα αποκτηνώνουν(ε) | να αποκτηνώνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | αποκτήνωσα | θα αποκτηνώσω | να αποκτηνώσω | αποκτηνώσει | ||
| β' ενικ. | αποκτήνωσες | θα αποκτηνώσεις | να αποκτηνώσεις | αποκτήνωσε | ||
| γ' ενικ. | αποκτήνωσε | θα αποκτηνώσει | να αποκτηνώσει | |||
| α' πληθ. | αποκτηνώσαμε | θα αποκτηνώσουμε | να αποκτηνώσουμε | |||
| β' πληθ. | αποκτηνώσατε | θα αποκτηνώσετε | να αποκτηνώσετε | αποκτηνώστε | ||
| γ' πληθ. | αποκτήνωσαν αποκτηνώσαν(ε) |
θα αποκτηνώσουν(ε) | να αποκτηνώσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω αποκτηνώσει | είχα αποκτηνώσει | θα έχω αποκτηνώσει | να έχω αποκτηνώσει | ||
| β' ενικ. | έχεις αποκτηνώσει | είχες αποκτηνώσει | θα έχεις αποκτηνώσει | να έχεις αποκτηνώσει | ||
| γ' ενικ. | έχει αποκτηνώσει | είχε αποκτηνώσει | θα έχει αποκτηνώσει | να έχει αποκτηνώσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε αποκτηνώσει | είχαμε αποκτηνώσει | θα έχουμε αποκτηνώσει | να έχουμε αποκτηνώσει | ||
| β' πληθ. | έχετε αποκτηνώσει | είχατε αποκτηνώσει | θα έχετε αποκτηνώσει | να έχετε αποκτηνώσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν αποκτηνώσει | είχαν αποκτηνώσει | θα έχουν αποκτηνώσει | να έχουν αποκτηνώσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.