αποκρυσταλλώνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αποκρυσταλλώνω < ελληνιστική κοινή ἀποκρυσταλλόω (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική cristalliser. Αναλύεται σε απο- + κρυσταλλώνω.[1])
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.po.kɾi.staˈlo.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πο‐κρυ‐σταλ‐λώ‐νω
Ρήμα
αποκρυσταλλώνω, αόρ.: αποκρυστάλλωσα, παθ.φωνή: αποκρυσταλλώνομαι, π.αόρ.: αποκρυσταλλώθηκα, μτχ.π.π.: αποκρυσταλλωμένος
- (κυριολεκτικά) δίνω σε κάτι μορφή κρυστάλλου
- (μεταφορικά) δίνω σε κάτι μια οριστική μορφή
- ↪ το νέο κόμμα χρειάζεται ακόμα χρόνο μέχρι να αποκρυσταλλώσει την πολιτική του φυσιογνωμία
- ↪δεν έχω ακόμη αποκρυσταλλώσει άποψη γι' αυτό το θέμα
Συγγενικά
- αποκρυστάλλωμα
- αποκρυσταλλωμένος
- αποκρυστάλλωση
- → δείτε τη λέξη κρύσταλλο
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αποκρυσταλλώνω | αποκρυστάλλωνα | θα αποκρυσταλλώνω | να αποκρυσταλλώνω | αποκρυσταλλώνοντας | |
| β' ενικ. | αποκρυσταλλώνεις | αποκρυστάλλωνες | θα αποκρυσταλλώνεις | να αποκρυσταλλώνεις | αποκρυστάλλωνε | |
| γ' ενικ. | αποκρυσταλλώνει | αποκρυστάλλωνε | θα αποκρυσταλλώνει | να αποκρυσταλλώνει | ||
| α' πληθ. | αποκρυσταλλώνουμε | αποκρυσταλλώναμε | θα αποκρυσταλλώνουμε | να αποκρυσταλλώνουμε | ||
| β' πληθ. | αποκρυσταλλώνετε | αποκρυσταλλώνατε | θα αποκρυσταλλώνετε | να αποκρυσταλλώνετε | αποκρυσταλλώνετε | |
| γ' πληθ. | αποκρυσταλλώνουν(ε) | αποκρυστάλλωναν αποκρυσταλλώναν(ε) |
θα αποκρυσταλλώνουν(ε) | να αποκρυσταλλώνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | αποκρυστάλλωσα | θα αποκρυσταλλώσω | να αποκρυσταλλώσω | αποκρυσταλλώσει | ||
| β' ενικ. | αποκρυστάλλωσες | θα αποκρυσταλλώσεις | να αποκρυσταλλώσεις | αποκρυστάλλωσε | ||
| γ' ενικ. | αποκρυστάλλωσε | θα αποκρυσταλλώσει | να αποκρυσταλλώσει | |||
| α' πληθ. | αποκρυσταλλώσαμε | θα αποκρυσταλλώσουμε | να αποκρυσταλλώσουμε | |||
| β' πληθ. | αποκρυσταλλώσατε | θα αποκρυσταλλώσετε | να αποκρυσταλλώσετε | αποκρυσταλλώστε | ||
| γ' πληθ. | αποκρυστάλλωσαν αποκρυσταλλώσαν(ε) |
θα αποκρυσταλλώσουν(ε) | να αποκρυσταλλώσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω αποκρυσταλλώσει | είχα αποκρυσταλλώσει | θα έχω αποκρυσταλλώσει | να έχω αποκρυσταλλώσει | ||
| β' ενικ. | έχεις αποκρυσταλλώσει | είχες αποκρυσταλλώσει | θα έχεις αποκρυσταλλώσει | να έχεις αποκρυσταλλώσει | ||
| γ' ενικ. | έχει αποκρυσταλλώσει | είχε αποκρυσταλλώσει | θα έχει αποκρυσταλλώσει | να έχει αποκρυσταλλώσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε αποκρυσταλλώσει | είχαμε αποκρυσταλλώσει | θα έχουμε αποκρυσταλλώσει | να έχουμε αποκρυσταλλώσει | ||
| β' πληθ. | έχετε αποκρυσταλλώσει | είχατε αποκρυσταλλώσει | θα έχετε αποκρυσταλλώσει | να έχετε αποκρυσταλλώσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν αποκρυσταλλώσει | είχαν αποκρυσταλλώσει | θα έχουν αποκρυσταλλώσει | να έχουν αποκρυσταλλώσει |
| |
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αποκρυσταλλώνομαι | αποκρυσταλλωνόμουν(α) | θα αποκρυσταλλώνομαι | να αποκρυσταλλώνομαι | ||
| β' ενικ. | αποκρυσταλλώνεσαι | αποκρυσταλλωνόσουν(α) | θα αποκρυσταλλώνεσαι | να αποκρυσταλλώνεσαι | ||
| γ' ενικ. | αποκρυσταλλώνεται | αποκρυσταλλωνόταν(ε) | θα αποκρυσταλλώνεται | να αποκρυσταλλώνεται | ||
| α' πληθ. | αποκρυσταλλωνόμαστε | αποκρυσταλλωνόμαστε αποκρυσταλλωνόμασταν |
θα αποκρυσταλλωνόμαστε | να αποκρυσταλλωνόμαστε | ||
| β' πληθ. | αποκρυσταλλώνεστε | αποκρυσταλλωνόσαστε αποκρυσταλλωνόσασταν |
θα αποκρυσταλλώνεστε | να αποκρυσταλλώνεστε | (αποκρυσταλλώνεστε) | |
| γ' πληθ. | αποκρυσταλλώνονται | αποκρυσταλλώνονταν αποκρυσταλλωνόντουσαν |
θα αποκρυσταλλώνονται | να αποκρυσταλλώνονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | αποκρυσταλλώθηκα | θα αποκρυσταλλωθώ | να αποκρυσταλλωθώ | αποκρυσταλλωθεί | ||
| β' ενικ. | αποκρυσταλλώθηκες | θα αποκρυσταλλωθείς | να αποκρυσταλλωθείς | αποκρυσταλλώσου | ||
| γ' ενικ. | αποκρυσταλλώθηκε | θα αποκρυσταλλωθεί | να αποκρυσταλλωθεί | |||
| α' πληθ. | αποκρυσταλλωθήκαμε | θα αποκρυσταλλωθούμε | να αποκρυσταλλωθούμε | |||
| β' πληθ. | αποκρυσταλλωθήκατε | θα αποκρυσταλλωθείτε | να αποκρυσταλλωθείτε | αποκρυσταλλωθείτε | ||
| γ' πληθ. | αποκρυσταλλώθηκαν αποκρυσταλλωθήκαν(ε) |
θα αποκρυσταλλωθούν(ε) | να αποκρυσταλλωθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω αποκρυσταλλωθεί | είχα αποκρυσταλλωθεί | θα έχω αποκρυσταλλωθεί | να έχω αποκρυσταλλωθεί | αποκρυσταλλωμένος | |
| β' ενικ. | έχεις αποκρυσταλλωθεί | είχες αποκρυσταλλωθεί | θα έχεις αποκρυσταλλωθεί | να έχεις αποκρυσταλλωθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει αποκρυσταλλωθεί | είχε αποκρυσταλλωθεί | θα έχει αποκρυσταλλωθεί | να έχει αποκρυσταλλωθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε αποκρυσταλλωθεί | είχαμε αποκρυσταλλωθεί | θα έχουμε αποκρυσταλλωθεί | να έχουμε αποκρυσταλλωθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε αποκρυσταλλωθεί | είχατε αποκρυσταλλωθεί | θα έχετε αποκρυσταλλωθεί | να έχετε αποκρυσταλλωθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν αποκρυσταλλωθεί | είχαν αποκρυσταλλωθεί | θα έχουν αποκρυσταλλωθεί | να έχουν αποκρυσταλλωθεί | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
| Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι αποκρυσταλλωμένος - είμαστε, είστε, είναι αποκρυσταλλωμένοι | |||||
| Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν αποκρυσταλλωμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν αποκρυσταλλωμένοι | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι αποκρυσταλλωμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι αποκρυσταλλωμένοι | |||||
| Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι αποκρυσταλλωμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι αποκρυσταλλωμένοι | |||||
Αναφορές
- αποκρυσταλλώνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.