αποκρυσταλλώνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αποκρυσταλλώνω < ελληνιστική κοινή ἀποκρυσταλλόω (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική cristalliser. Αναλύεται σε απο- + κρυσταλλώνω.[1])

Προφορά

ΔΦΑ : /a.po.kɾi.staˈlo.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αποκρυσταλλώνω

Ρήμα

αποκρυσταλλώνω, αόρ.: αποκρυστάλλωσα, παθ.φωνή: αποκρυσταλλώνομαι, π.αόρ.: αποκρυσταλλώθηκα, μτχ.π.π.: αποκρυσταλλωμένος

  1. (κυριολεκτικά) δίνω σε κάτι μορφή κρυστάλλου
  2. (μεταφορικά) δίνω σε κάτι μια οριστική μορφή
    το νέο κόμμα χρειάζεται ακόμα χρόνο μέχρι να αποκρυσταλλώσει την πολιτική του φυσιογνωμία
    δεν έχω ακόμη αποκρυσταλλώσει άποψη γι' αυτό το θέμα

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.