κρυσταλλώνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- κρυσταλλώνω < κρύσταλλος + -ώνω ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική cristalliser[1])
Ρήμα
κρυσταλλώνω (παθητική φωνή: κρυσταλλώνομαι)
- (κυριολεκτικά) (μεταφορικά) άλλη μορφή του αποκρυσταλλώνω
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη κρύσταλλος
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | κρυσταλλώνω | κρυστάλλωνα | θα κρυσταλλώνω | να κρυσταλλώνω | κρυσταλλώνοντας | |
| β' ενικ. | κρυσταλλώνεις | κρυστάλλωνες | θα κρυσταλλώνεις | να κρυσταλλώνεις | κρυστάλλωνε | |
| γ' ενικ. | κρυσταλλώνει | κρυστάλλωνε | θα κρυσταλλώνει | να κρυσταλλώνει | ||
| α' πληθ. | κρυσταλλώνουμε | κρυσταλλώναμε | θα κρυσταλλώνουμε | να κρυσταλλώνουμε | ||
| β' πληθ. | κρυσταλλώνετε | κρυσταλλώνατε | θα κρυσταλλώνετε | να κρυσταλλώνετε | κρυσταλλώνετε | |
| γ' πληθ. | κρυσταλλώνουν(ε) | κρυστάλλωναν κρυσταλλώναν(ε) |
θα κρυσταλλώνουν(ε) | να κρυσταλλώνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | κρυστάλλωσα | θα κρυσταλλώσω | να κρυσταλλώσω | κρυσταλλώσει | ||
| β' ενικ. | κρυστάλλωσες | θα κρυσταλλώσεις | να κρυσταλλώσεις | κρυστάλλωσε | ||
| γ' ενικ. | κρυστάλλωσε | θα κρυσταλλώσει | να κρυσταλλώσει | |||
| α' πληθ. | κρυσταλλώσαμε | θα κρυσταλλώσουμε | να κρυσταλλώσουμε | |||
| β' πληθ. | κρυσταλλώσατε | θα κρυσταλλώσετε | να κρυσταλλώσετε | κρυσταλλώστε | ||
| γ' πληθ. | κρυστάλλωσαν κρυσταλλώσαν(ε) |
θα κρυσταλλώσουν(ε) | να κρυσταλλώσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω κρυσταλλώσει | είχα κρυσταλλώσει | θα έχω κρυσταλλώσει | να έχω κρυσταλλώσει | ||
| β' ενικ. | έχεις κρυσταλλώσει | είχες κρυσταλλώσει | θα έχεις κρυσταλλώσει | να έχεις κρυσταλλώσει | ||
| γ' ενικ. | έχει κρυσταλλώσει | είχε κρυσταλλώσει | θα έχει κρυσταλλώσει | να έχει κρυσταλλώσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε κρυσταλλώσει | είχαμε κρυσταλλώσει | θα έχουμε κρυσταλλώσει | να έχουμε κρυσταλλώσει | ||
| β' πληθ. | έχετε κρυσταλλώσει | είχατε κρυσταλλώσει | θα έχετε κρυσταλλώσει | να έχετε κρυσταλλώσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν κρυσταλλώσει | είχαν κρυσταλλώσει | θα έχουν κρυσταλλώσει | να έχουν κρυσταλλώσει |
| |
Μεταφράσεις
κρυσταλλώνω
|
- κρυσταλλώνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.