αποκρυσταλλωμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αποκρυσταλλωμένος η αποκρυσταλλωμένη το αποκρυσταλλωμένο
      γενική του αποκρυσταλλωμένου της αποκρυσταλλωμένης του αποκρυσταλλωμένου
    αιτιατική τον αποκρυσταλλωμένο την αποκρυσταλλωμένη το αποκρυσταλλωμένο
     κλητική αποκρυσταλλωμένε αποκρυσταλλωμένη αποκρυσταλλωμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αποκρυσταλλωμένοι οι αποκρυσταλλωμένες τα αποκρυσταλλωμένα
      γενική των αποκρυσταλλωμένων των αποκρυσταλλωμένων των αποκρυσταλλωμένων
    αιτιατική τους αποκρυσταλλωμένους τις αποκρυσταλλωμένες τα αποκρυσταλλωμένα
     κλητική αποκρυσταλλωμένοι αποκρυσταλλωμένες αποκρυσταλλωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αποκρυσταλλωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου αποκρυσταλλώνω

Μετοχή

αποκρυσταλλωμένος, -η, -ο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.