αποκρυπτογραφήσεις
Νέα ελληνικά (el)
Ρηματικός τύπος
αποκρυπτογραφήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αποκρυπτογραφώ
- θα αποκρυπτογραφήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αποκρυπτογραφώ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
αποκρυπτογραφήσεις θηλυκό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.