αποκοιμιστικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αποκοιμιστικός η αποκοιμιστική το αποκοιμιστικό
      γενική του αποκοιμιστικού της αποκοιμιστικής του αποκοιμιστικού
    αιτιατική τον αποκοιμιστικό την αποκοιμιστική το αποκοιμιστικό
     κλητική αποκοιμιστικέ αποκοιμιστική αποκοιμιστικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αποκοιμιστικοί οι αποκοιμιστικές τα αποκοιμιστικά
      γενική των αποκοιμιστικών των αποκοιμιστικών των αποκοιμιστικών
    αιτιατική τους αποκοιμιστικούς τις αποκοιμιστικές τα αποκοιμιστικά
     κλητική αποκοιμιστικοί αποκοιμιστικές αποκοιμιστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αποκοιμιστικός < αποκοιμίζω + -τικός

Επίθετο

αποκοιμιστικός, -ή, -ό

Συγγενικά

 δείτε τις λέξεις αποκοιμίζω και κοιμάμαι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.