αποκοιμίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αποκοιμίζω < αρχαία ελληνική ἀποκοιμίζω. Συγχρονικά αναλύεται σε απο- + κοιμίζω
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.po.ciˈmi.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πο‐κοι‐μί‐ζω
Ρήμα
αποκοιμίζω
- προκαλώ διάθεση για ύπνο, κάνω να κοιμηθεί κάποιος
- (μεταφορικά) κάνω κάτι λιγότερο έντονο (συναίσθημα, κ.λπ.)
Συγγενικά
- αποκοιμάμαι
- αποκοιμιέμαι
- αποκοίμιση
- αποικοιμισμένος
- αποκοιμιστικός
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αποκοιμίζω | αποκοίμιζα | θα αποκοιμίζω | να αποκοιμίζω | αποκοιμίζοντας | |
| β' ενικ. | αποκοιμίζεις | αποκοίμιζες | θα αποκοιμίζεις | να αποκοιμίζεις | αποκοίμιζε | |
| γ' ενικ. | αποκοιμίζει | αποκοίμιζε | θα αποκοιμίζει | να αποκοιμίζει | ||
| α' πληθ. | αποκοιμίζουμε | αποκοιμίζαμε | θα αποκοιμίζουμε | να αποκοιμίζουμε | ||
| β' πληθ. | αποκοιμίζετε | αποκοιμίζατε | θα αποκοιμίζετε | να αποκοιμίζετε | αποκοιμίζετε | |
| γ' πληθ. | αποκοιμίζουν(ε) | αποκοίμιζαν αποκοιμίζαν(ε) |
θα αποκοιμίζουν(ε) | να αποκοιμίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | αποκοίμισα | θα αποκοιμίσω | να αποκοιμίσω | αποκοιμίσει | ||
| β' ενικ. | αποκοίμισες | θα αποκοιμίσεις | να αποκοιμίσεις | αποκοίμισε | ||
| γ' ενικ. | αποκοίμισε | θα αποκοιμίσει | να αποκοιμίσει | |||
| α' πληθ. | αποκοιμίσαμε | θα αποκοιμίσουμε | να αποκοιμίσουμε | |||
| β' πληθ. | αποκοιμίσατε | θα αποκοιμίσετε | να αποκοιμίσετε | αποκοιμίστε | ||
| γ' πληθ. | αποκοίμισαν αποκοιμίσαν(ε) |
θα αποκοιμίσουν(ε) | να αποκοιμίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω αποκοιμίσει | είχα αποκοιμίσει | θα έχω αποκοιμίσει | να έχω αποκοιμίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις αποκοιμίσει | είχες αποκοιμίσει | θα έχεις αποκοιμίσει | να έχεις αποκοιμίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει αποκοιμίσει | είχε αποκοιμίσει | θα έχει αποκοιμίσει | να έχει αποκοιμίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε αποκοιμίσει | είχαμε αποκοιμίσει | θα έχουμε αποκοιμίσει | να έχουμε αποκοιμίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε αποκοιμίσει | είχατε αποκοιμίσει | θα έχετε αποκοιμίσει | να έχετε αποκοιμίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν αποκοιμίσει | είχαν αποκοιμίσει | θα έχουν αποκοιμίσει | να έχουν αποκοιμίσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.