τριτοπρόσωπος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τριτοπρόσωπος η τριτοπρόσωπη το τριτοπρόσωπο
      γενική του τριτοπρόσωπου της τριτοπρόσωπης του τριτοπρόσωπου
    αιτιατική τον τριτοπρόσωπο την τριτοπρόσωπη το τριτοπρόσωπο
     κλητική τριτοπρόσωπε τριτοπρόσωπη τριτοπρόσωπο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τριτοπρόσωποι οι τριτοπρόσωπες τα τριτοπρόσωπα
      γενική των τριτοπρόσωπων των τριτοπρόσωπων των τριτοπρόσωπων
    αιτιατική τους τριτοπρόσωπους τις τριτοπρόσωπες τα τριτοπρόσωπα
     κλητική τριτοπρόσωποι τριτοπρόσωπες τριτοπρόσωπα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

τριτοπρόσωπος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή τριτοπροσώπ(ως), επίρρημα + -ος με αναδρομικό σχηματισμό. [1] Μορφολογικά αναλύεται σε τριτο- + πρόσωπ(ο) + -ος

Προφορά

ΔΦΑ : /tɾi.toˈpɾo.so.pos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τριτοπρόσωπος

Επίθετο

τριτοπρόσωπος, -η, -ο

  • (γραμματική) που εμφανίζεται στο τρίτο πρόσωπο
     δείτε τους όρους τριτοπρόσωπο ρήμα και απρόσωπο ρήμα

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.