rope off

Αγγλικά (en)

ενεστώτας rope off
γ΄ ενικό ενεστώτα ropes off
αόριστος roped off
παθητική μετοχή roped off
ενεργητική μετοχή roping off

Ετυμολογία

rope off <  δείτε τις λέξεις rope και off

Ρήμα

rope off (en)

  • αποκλείω με σχοινί, διαχωρίζω μια περιοχή από μια άλλη, χρησιμοποιώντας σχοινιά, για να εμποδίσω τους ανθρώπους να μπουν σε αυτήν
    The cathedral was roped off.
    Η μητρόπολη ήταν αποκλεισμένη με σχοινί.
     συνώνυμα: cordon off

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.