ανταποδεικνύω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ανταποδεικνύω < αρχαία ελληνική ἀνταποδεικνύω / ἀνταποδείκνυμι < ἀποδείκνυμι < δείκνυμι
Ρήμα
ανταποδεικνύω
- (λόγιο) αποδεικνύω το αντίθετο απ’ ό,τι έχει λεχθεί ή αποδειχθεί ή αποδεικνύω κάτι εναντίον κάποιου
Συγγενικά
- ανταπόδειξη
- → δείτε τις λέξεις αντί, αποδεικνύω και δείχνω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.