αποδεικτός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αποδεικτός | η | αποδεικτή | το | αποδεικτό |
| γενική | του | αποδεικτού | της | αποδεικτής | του | αποδεικτού |
| αιτιατική | τον | αποδεικτό | την | αποδεικτή | το | αποδεικτό |
| κλητική | αποδεικτέ | αποδεικτή | αποδεικτό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αποδεικτοί | οι | αποδεικτές | τα | αποδεικτά |
| γενική | των | αποδεικτών | των | αποδεικτών | των | αποδεικτών |
| αιτιατική | τους | αποδεικτούς | τις | αποδεικτές | τα | αποδεικτά |
| κλητική | αποδεικτοί | αποδεικτές | αποδεικτά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αποδεικτός < αρχαία ελληνική ἀποδεικτός
Αντώνυμα
Συγγενικά
- αποδεικτά
- → δείτε τη λέξη αποδεικνύω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.