Σαίξπηρ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- Σαίξπηρ < αγγλική Shakespear < συνηθισμένο επίθετο από τη μέση αγγλική που σημαίνει λογχοφόρος, από τα shake και spear
Κύριο όνομα
- αγγλικό επώνυμο
- Ο Ουίλιαμ Σαίξπηρ, ήταν Άγγλος δραματουργός και ποιητής του 16ου αιώνα
Παράγωγα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.