απλοποιημένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | απλοποιημένος | η | απλοποιημένη | το | απλοποιημένο |
| γενική | του | απλοποιημένου | της | απλοποιημένης | του | απλοποιημένου |
| αιτιατική | τον | απλοποιημένο | την | απλοποιημένη | το | απλοποιημένο |
| κλητική | απλοποιημένε | απλοποιημένη | απλοποιημένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | απλοποιημένοι | οι | απλοποιημένες | τα | απλοποιημένα |
| γενική | των | απλοποιημένων | των | απλοποιημένων | των | απλοποιημένων |
| αιτιατική | τους | απλοποιημένους | τις | απλοποιημένες | τα | απλοποιημένα |
| κλητική | απλοποιημένοι | απλοποιημένες | απλοποιημένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- απλοποιημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος απλοποιώ
Μεταφράσεις
απλοποιημένος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.