απελευθερωμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | απελευθερωμένος | η | απελευθερωμένη | το | απελευθερωμένο |
| γενική | του | απελευθερωμένου | της | απελευθερωμένης | του | απελευθερωμένου |
| αιτιατική | τον | απελευθερωμένο | την | απελευθερωμένη | το | απελευθερωμένο |
| κλητική | απελευθερωμένε | απελευθερωμένη | απελευθερωμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | απελευθερωμένοι | οι | απελευθερωμένες | τα | απελευθερωμένα |
| γενική | των | απελευθερωμένων | των | απελευθερωμένων | των | απελευθερωμένων |
| αιτιατική | τους | απελευθερωμένους | τις | απελευθερωμένες | τα | απελευθερωμένα |
| κλητική | απελευθερωμένοι | απελευθερωμένες | απελευθερωμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- απελευθερωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου απελευθερώνω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.