απαρχές

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

απαρχές < απαρχή

Ουσιαστικό

απαρχές θηλυκό στον πληθυντικό

  1. πρώτος πληθυντικός του απαρχή (η πρώτη αρχή)
  2. απόδοση στα νέα ελληνικά του ἀπαρχαί στην αρχαία Ελλάδα, της αρχικής στοιχειώδους μορφής δώρου προς τους θεούς του πρώτου μέρους αγαθών - τροφής συγκεκριμένα - τα οποία αποκτούσαν οι άνθρωποι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.