απαρέγκλιτος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απαρέγκλιτος η απαρέγκλιτη το απαρέγκλιτο
      γενική του απαρέγκλιτου της απαρέγκλιτης του απαρέγκλιτου
    αιτιατική τον απαρέγκλιτο την απαρέγκλιτη το απαρέγκλιτο
     κλητική απαρέγκλιτε απαρέγκλιτη απαρέγκλιτο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απαρέγκλιτοι οι απαρέγκλιτες τα απαρέγκλιτα
      γενική των απαρέγκλιτων των απαρέγκλιτων των απαρέγκλιτων
    αιτιατική τους απαρέγκλιτους τις απαρέγκλιτες τα απαρέγκλιτα
     κλητική απαρέγκλιτοι απαρέγκλιτες απαρέγκλιτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

απαρέγκλιτος < (ελληνιστική κοινή) ἀπαρέγκλιτος < ἀ- στερητικό + παρεγκλίνω + -τος

Προφορά

ΔΦΑ : /a.paˈɾeŋ.ɡli.tos/

Επίθετο

απαρέγκλιτος, -η, -ο

  • που δεν περιλαμβάνει καμία παρέκκλιση από την αρχικά καθορισμένη πορεία του, από αρχές, συμφωνίες κλπ

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.