απίσσωτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | απίσσωτος | η | απίσσωτη | το | απίσσωτο |
| γενική | του | απίσσωτου | της | απίσσωτης | του | απίσσωτου |
| αιτιατική | τον | απίσσωτο | την | απίσσωτη | το | απίσσωτο |
| κλητική | απίσσωτε | απίσσωτη | απίσσωτο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | απίσσωτοι | οι | απίσσωτες | τα | απίσσωτα |
| γενική | των | απίσσωτων | των | απίσσωτων | των | απίσσωτων |
| αιτιατική | τους | απίσσωτους | τις | απίσσωτες | τα | απίσσωτα |
| κλητική | απίσσωτοι | απίσσωτες | απίσσωτα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- απίσσωτος < ελληνιστική κοινή ἀπίσσωτος < αρχαία ελληνική πίσσα
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη πίσσα
Συνώνυμα
Αντώνυμα
Πηγές
- απίσσωτος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- απίσσωτος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.