απαιτητικότητα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | απαιτητικότητα | οι | απαιτητικότητες |
| γενική | της | απαιτητικότητας | των | απαιτητικοτήτων |
| αιτιατική | την | απαιτητικότητα | τις | απαιτητικότητες |
| κλητική | απαιτητικότητα | απαιτητικότητες | ||
| Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- απαιτητικότητα < (καθαρεύουσα) ἀπαιτητικότης < απαιτητικός + -ότης > -ότητα
Μεταφράσεις
απαιτητικότητα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.