απέραστος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | απέραστος | η | απέραστη | το | απέραστο |
| γενική | του | απέραστου | της | απέραστης | του | απέραστου |
| αιτιατική | τον | απέραστο | την | απέραστη | το | απέραστο |
| κλητική | απέραστε | απέραστη | απέραστο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | απέραστοι | οι | απέραστες | τα | απέραστα |
| γενική | των | απέραστων | των | απέραστων | των | απέραστων |
| αιτιατική | τους | απέραστους | τις | απέραστες | τα | απέραστα |
| κλητική | απέραστοι | απέραστες | απέραστα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
απέραστος
- που δεν έχει περαστεί ή δεν μπορεί να περαστεί
- αδιαπέραστος
- (μεταφορικά) αδιάβατος
- (μεταφορικά) ακαταχώρητος
- απέραγος
- απέρναγος
Αντώνυμα
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη περνώ
Μεταφράσεις
απέραστος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.