απέραστος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απέραστος η απέραστη το απέραστο
      γενική του απέραστου της απέραστης του απέραστου
    αιτιατική τον απέραστο την απέραστη το απέραστο
     κλητική απέραστε απέραστη απέραστο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απέραστοι οι απέραστες τα απέραστα
      γενική των απέραστων των απέραστων των απέραστων
    αιτιατική τους απέραστους τις απέραστες τα απέραστα
     κλητική απέραστοι απέραστες απέραστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

απέραστος < α- + περνώ + -τος

Επίθετο

απέραστος

  1. που δεν έχει περαστεί ή δεν μπορεί να περαστεί
  2. αδιαπέραστος
  3. (μεταφορικά) αδιάβατος
  4. (μεταφορικά) ακαταχώρητος

  • απέραγος
  • απέρναγος

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.