αξιοπλοΐα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αξιοπλοΐα οι αξιοπλοΐες
      γενική της αξιοπλοΐας των αξιοπλοϊών
    αιτιατική την αξιοπλοΐα τις αξιοπλοΐες
     κλητική αξιοπλοΐα αξιοπλοΐες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αξιοπλοΐα < αξιόπλοος + -ία ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική seaworthiness)

Ουσιαστικό

αξιοπλοΐα θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.