πλοϊμότητα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | πλοϊμότητα | οι | πλοϊμότητες |
| γενική | της | πλοϊμότητας | των | πλοϊμοτήτων |
| αιτιατική | την | πλοϊμότητα | τις | πλοϊμότητες |
| κλητική | πλοϊμότητα | πλοϊμότητες | ||
| Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
πλοϊμότητα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.