μακαρίζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

μακαρίζω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική μακαρίζω

Προφορά

ΔΦΑ : /ma.kaˈɾi.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μακαρίζω

Ρήμα

μακαρίζω, αόρ.: μακάρισα, παθ.φωνή: μακαρίζομαι, π.αόρ.: μακαρίστηκα, μτχ.π.π.: μακαρισμένος

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

Αναφορές



    Αρχαία ελληνικά (grc)

    ζητούμενο λήμμα

    Συγγενικά

    Πηγές

    This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.