αξεφούρνιστος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αξεφούρνιστος | η | αξεφούρνιστη | το | αξεφούρνιστο |
| γενική | του | αξεφούρνιστου | της | αξεφούρνιστης | του | αξεφούρνιστου |
| αιτιατική | τον | αξεφούρνιστο | την | αξεφούρνιστη | το | αξεφούρνιστο |
| κλητική | αξεφούρνιστε | αξεφούρνιστη | αξεφούρνιστο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αξεφούρνιστοι | οι | αξεφούρνιστες | τα | αξεφούρνιστα |
| γενική | των | αξεφούρνιστων | των | αξεφούρνιστων | των | αξεφούρνιστων |
| αιτιατική | τους | αξεφούρνιστους | τις | αξεφούρνιστες | τα | αξεφούρνιστα |
| κλητική | αξεφούρνιστοι | αξεφούρνιστες | αξεφούρνιστα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αξεφούρνιστος < α- + φεξουρνίζ(ω) + -τος
Επίθετο
αξεφούρνιστος, -η, -ο
- (κυριολεκτικά) που δεν τον έχουν ξεφουρνίσει, δεν τον έχουν βγάλει από το φούρνο
- (μεταφορικά) που δεν έχει ειπωθεί ή αποκαλυφθεί ξαφνικά (και ενδεχομένως άκαιρα)
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη φούρνος
Μεταφράσεις
αξεφούρνιστος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.