αξεπάστρευτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αξεπάστρευτος | η | αξεπάστρευτη | το | αξεπάστρευτο |
| γενική | του | αξεπάστρευτου | της | αξεπάστρευτης | του | αξεπάστρευτου |
| αιτιατική | τον | αξεπάστρευτο | την | αξεπάστρευτη | το | αξεπάστρευτο |
| κλητική | αξεπάστρευτε | αξεπάστρευτη | αξεπάστρευτο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αξεπάστρευτοι | οι | αξεπάστρευτες | τα | αξεπάστρευτα |
| γενική | των | αξεπάστρευτων | των | αξεπάστρευτων | των | αξεπάστρευτων |
| αιτιατική | τους | αξεπάστρευτους | τις | αξεπάστρευτες | τα | αξεπάστρευτα |
| κλητική | αξεπάστρευτοι | αξεπάστρευτες | αξεπάστρευτα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αξεπάστρευτος < α- στερητικό + ξεπαστρεύ(ω) + -τος < μεσαιωνική ελληνική ξεπαστρεύω < παστρεύω
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.kseˈpa.stɾe.ftos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ξε‐πά‐στρευ‐τος
Επίθετο
αξεπάστρευτος, -η, -ο (λαϊκότροπο)
- που δεν έχει ξεπαστρευτεί ή δεν μπορεί να ξεπαστρευτεί
- που δεν έχει ξεκαθαριστεί
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις ξεπαστρεύω και πάστρα
Μεταφράσεις
αξεπάστρευτος
|
Πηγές
- αξεπάστρευτος - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.