ξεπαστρεύω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ξεπαστρεύω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ξεπαστρεύω < ξε- + παστρεύω / σπαστρεύω

Ρήμα

ξεπαστρεύω, αόρ.: ξεπάστρεψα, παθ.φωνή: ξεπαστρεύομαι, π.αόρ.: ξεπαστρέφτηκα

  1. (λαϊκότροπο) σκοτώνω, καθαρίζω κάποιον
  2. αφανίζω, καταστρέφω
  3. (για πράγματα) εξαφανίζω, καταναλώνω μέχρι το τελευταίο
    Δεν έφτασαν τα γλυκά για όλους. Τα ξεπάστρεψαν' στο πι και φι!
  4. ξεκαθαρίζω απόλυτα κάτι, δεν αφήνω εκκρεμότητες [1]

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη παστρεύω

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Η σημασία «ξεκαθαρίζω» όπως στο αξεπάστρευτος -  Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.