ανυπερπήδητος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ανυπερπήδητος | η | ανυπερπήδητη | το | ανυπερπήδητο |
| γενική | του | ανυπερπήδητου | της | ανυπερπήδητης | του | ανυπερπήδητου |
| αιτιατική | τον | ανυπερπήδητο | την | ανυπερπήδητη | το | ανυπερπήδητο |
| κλητική | ανυπερπήδητε | ανυπερπήδητη | ανυπερπήδητο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ανυπερπήδητοι | οι | ανυπερπήδητες | τα | ανυπερπήδητα |
| γενική | των | ανυπερπήδητων | των | ανυπερπήδητων | των | ανυπερπήδητων |
| αιτιατική | τους | ανυπερπήδητους | τις | ανυπερπήδητες | τα | ανυπερπήδητα |
| κλητική | ανυπερπήδητοι | ανυπερπήδητες | ανυπερπήδητα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.ni.peɾˈpi.ði.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐νυ‐περ‐πή‐δη‐τος
Επίθετο
ανυπερπήδητος, -η, -ο [1]
- που δεν είναι δυνατόν να υπερπηδηθεί, να να αντιμετωπιστεί
- ↪ Συνάντησε ανυπερπήδητα εμπόδια στον αγώνα του για ανεξαρτησία.
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
ανυπερπήδητος
|
|
Αναφορές
- ανυπερπήδητος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.