υπερπηδώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- υπερπηδώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὑπερπηδῶ, συνηρημένος τύπος του ὑπερπηδάω
Προφορά
- ΔΦΑ : /i.peɾ.piˈðo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐περ‐πη‐δώ
Ρήμα
υπερπηδώ, αόρ.: υπερπήδησα, παθ.φωνή: υπερπηδώμαι, π.αόρ.: υπερπηδήθηκα
υπερπηδώ/υπερπηδάω, αόρ.: υπερπήδησα, παθ.φωνή: υπερπηδιέμαι, π.αόρ.: υπερπηδήθηκα
Συγγενικά
- ανυπερπήδητος
- υπερπηδημένος
- υπερπήδηση
- υπερπηδητής
- → δείτε τις λέξεις υπέρ και πηδώ
Κλίση
Κλίση υπερπηδώ - υπερπηδώμαι
- Ενεργητική φωνή → λείπει η κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | υπερπηδώμαι | υπερπηδόμουν | θα υπερπηδώμαι | να υπερπηδώμαι | ||
| β' ενικ. | υπερπηδάσαι | υπερπηδόσουν | θα υπερπηδάσαι | να υπερπηδάσαι | ||
| γ' ενικ. | υπερπηδάται | υπερπηδόταν | θα υπερπηδάται | να υπερπηδάται | ||
| α' πληθ. | υπερπηδώμεθα - υπερπηδόμαστε | υπερπηδόμασταν | θα υπερπηδώμεθα - υπερπηδόμαστε | να υπερπηδώμεθα - υπερπηδόμαστε | ||
| β' πληθ. | υπερπηδάσθε - υπερπηδάστε | υπερπηδόσασταν | θα υπερπηδάσθε - υπερπηδάστε | να υπερπηδάσθε - υπερπηδάστε | υπερπηδάσθε - υπερπηδάστε | |
| γ' πληθ. | υπερπηδώνται | υπερπηδόνταν - υπερπηδόντουσαν | θα υπερπηδώνται | να υπερπηδώνται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | υπερπηδήθηκα | θα υπερπηδηθώ | να υπερπηδηθώ | υπερπηδηθεί | ||
| β' ενικ. | υπερπηδήθηκες | θα υπερπηδηθείς | να υπερπηδηθείς | υπερπηδήσου | ||
| γ' ενικ. | υπερπηδήθηκε | θα υπερπηδηθεί | να υπερπηδηθεί | |||
| α' πληθ. | υπερπηδηθήκαμε | θα υπερπηδηθούμε | να υπερπηδηθούμε | |||
| β' πληθ. | υπερπηδηθήκατε | θα υπερπηδηθείτε | να υπερπηδηθείτε | υπερπηδηθείτε | ||
| γ' πληθ. | υπερπηδήθηκαν υπερπηδηθήκαν(ε) |
θα υπερπηδηθούν(ε) | να υπερπηδηθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω υπερπηδηθεί | είχα υπερπηδηθεί | θα έχω υπερπηδηθεί | να έχω υπερπηδηθεί | υπερπηδημένος | |
| β' ενικ. | έχεις υπερπηδηθεί | είχες υπερπηδηθεί | θα έχεις υπερπηδηθεί | να έχεις υπερπηδηθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει υπερπηδηθεί | είχε υπερπηδηθεί | θα έχει υπερπηδηθεί | να έχει υπερπηδηθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε υπερπηδηθεί | είχαμε υπερπηδηθεί | θα έχουμε υπερπηδηθεί | να έχουμε υπερπηδηθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε υπερπηδηθεί | είχατε υπερπηδηθεί | θα έχετε υπερπηδηθεί | να έχετε υπερπηδηθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν υπερπηδηθεί | είχαν υπερπηδηθεί | θα έχουν υπερπηδηθεί | να έχουν υπερπηδηθεί | ||
Κλίση υπερπηδάω/υπερπηδώ, υπερπηδιέμαι
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | υπερπηδάω - υπερπηδώ | υπερπηδούσα | θα υπερπηδάω - υπερπηδώ | να υπερπηδάω - υπερπηδώ | υπερπηδώντας | |
| β' ενικ. | υπερπηδάς | υπερπηδούσες | θα υπερπηδάς | να υπερπηδάς | υπερπήδα - υπερπήδαγε | |
| γ' ενικ. | υπερπηδάει - υπερπηδά | υπερπηδούσε | θα υπερπηδάει - υπερπηδά | να υπερπηδάει - υπερπηδά | ||
| α' πληθ. | υπερπηδάμε - υπερπηδούμε | υπερπηδούσαμε | θα υπερπηδάμε - υπερπηδούμε | να υπερπηδάμε - υπερπηδούμε | ||
| β' πληθ. | υπερπηδάτε | υπερπηδούσατε | θα υπερπηδάτε | να υπερπηδάτε | υπερπηδάτε | |
| γ' πληθ. | υπερπηδάν(ε) - υπερπηδούν(ε) | υπερπηδούσαν(ε) | θα υπερπηδάν(ε) - υπερπηδούν(ε) | να υπερπηδάν(ε) - υπερπηδούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | υπερπήδησα | θα υπερπηδήσω | να υπερπηδήσω | υπερπηδήσει | ||
| β' ενικ. | υπερπήδησες | θα υπερπηδήσεις | να υπερπηδήσεις | υπερπήδα - υπερπήδησε | ||
| γ' ενικ. | υπερπήδησε | θα υπερπηδήσει | να υπερπηδήσει | |||
| α' πληθ. | υπερπηδήσαμε | θα υπερπηδήσουμε | να υπερπηδήσουμε | |||
| β' πληθ. | υπερπηδήσατε | θα υπερπηδήσετε | να υπερπηδήσετε | υπερπηδήστε | ||
| γ' πληθ. | υπερπήδησαν υπερπηδήσαν(ε) |
θα υπερπηδήσουν(ε) | να υπερπηδήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω υπερπηδήσει | είχα υπερπηδήσει | θα έχω υπερπηδήσει | να έχω υπερπηδήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις υπερπηδήσει | είχες υπερπηδήσει | θα έχεις υπερπηδήσει | να έχεις υπερπηδήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει υπερπηδήσει | είχε υπερπηδήσει | θα έχει υπερπηδήσει | να έχει υπερπηδήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε υπερπηδήσει | είχαμε υπερπηδήσει | θα έχουμε υπερπηδήσει | να έχουμε υπερπηδήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε υπερπηδήσει | είχατε υπερπηδήσει | θα έχετε υπερπηδήσει | να έχετε υπερπηδήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν υπερπηδήσει | είχαν υπερπηδήσει | θα έχουν υπερπηδήσει | να έχουν υπερπηδήσει |
| |
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | υπερπηδιέμαι | υπερπηδιόμουν(α) | θα υπερπηδιέμαι | να υπερπηδιέμαι | ||
| β' ενικ. | υπερπηδιέσαι | υπερπηδιόσουν(α) | θα υπερπηδιέσαι | να υπερπηδιέσαι | ||
| γ' ενικ. | υπερπηδιέται | υπερπηδιόταν(ε) | θα υπερπηδιέται | να υπερπηδιέται | ||
| α' πληθ. | υπερπηδιόμαστε | υπερπηδιόμαστε υπερπηδιόμασταν |
θα υπερπηδιόμαστε | να υπερπηδιόμαστε | ||
| β' πληθ. | υπερπηδιέστε | υπερπηδιόσαστε υπερπηδιόσασταν |
θα υπερπηδιέστε | να υπερπηδιέστε | υπερπηδιέστε | |
| γ' πληθ. | υπερπηδιούνται | υπερπηδιόνταν(ε) υπερπηδιούνταν υπερπηδιόντουσαν |
θα υπερπηδιούνται | να υπερπηδιούνται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | υπερπηδήθηκα | θα υπερπηδηθώ | να υπερπηδηθώ | υπερπηδηθεί | ||
| β' ενικ. | υπερπηδήθηκες | θα υπερπηδηθείς | να υπερπηδηθείς | υπερπηδήσου | ||
| γ' ενικ. | υπερπηδήθηκε | θα υπερπηδηθεί | να υπερπηδηθεί | |||
| α' πληθ. | υπερπηδηθήκαμε | θα υπερπηδηθούμε | να υπερπηδηθούμε | |||
| β' πληθ. | υπερπηδηθήκατε | θα υπερπηδηθείτε | να υπερπηδηθείτε | υπερπηδηθείτε | ||
| γ' πληθ. | υπερπηδήθηκαν υπερπηδηθήκαν(ε) |
θα υπερπηδηθούν(ε) | να υπερπηδηθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω υπερπηδηθεί | είχα υπερπηδηθεί | θα έχω υπερπηδηθεί | να έχω υπερπηδηθεί | υπερπηδημένος | |
| β' ενικ. | έχεις υπερπηδηθεί | είχες υπερπηδηθεί | θα έχεις υπερπηδηθεί | να έχεις υπερπηδηθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει υπερπηδηθεί | είχε υπερπηδηθεί | θα έχει υπερπηδηθεί | να έχει υπερπηδηθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε υπερπηδηθεί | είχαμε υπερπηδηθεί | θα έχουμε υπερπηδηθεί | να έχουμε υπερπηδηθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε υπερπηδηθεί | είχατε υπερπηδηθεί | θα έχετε υπερπηδηθεί | να έχετε υπερπηδηθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν υπερπηδηθεί | είχαν υπερπηδηθεί | θα έχουν υπερπηδηθεί | να έχουν υπερπηδηθεί | ||
Μεταφράσεις
υπερπηδώ
|
|
Πηγές
- υπερπηδ- - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.