αντιστράτηγος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | αντιστράτηγος | οι | αντιστράτηγοι |
| γενική | του | αντιστράτηγου & αντιστρατήγου |
των | αντιστράτηγων & αντιστρατήγων |
| αιτιατική | τον | αντιστράτηγο | τους | αντιστράτηγους & αντιστρατήγους |
| κλητική | αντιστράτηγε | αντιστράτηγοι | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αντιστράτηγος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀντιστράτηγος (βοηθός διοικητή), αρχαία ελληνική σημασία: αντίπαλος στρατηγός. Μορφολογικά αναλύεται σε αντι- + στρατηγός.

Διακριτικό αντιστρατήγου
του στρατού ξηράς
της Ελλάδας.
του στρατού ξηράς
της Ελλάδας.
Προφορά
- ΔΦΑ : /an.diˈstɾa.ti.ɣos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ντι‐στρά‐τη‐γος
Ουσιαστικό
αντιστράτηγος αρσενικό
- (στρατιωτικός βαθμός) ανώτατος αξιωματικός του στρατού ξηράς με βαθμό ανώτερο του υποστράτηγου και κατώτερο του στρατηγού
- (βαθμός αστυνομίας) ανώτατος αξιωματικός της αστυνομίας με βαθμό ανώτερο του υποστράτηγου αστυνομίας και κατώτερο του αρχηγού αστυνομίας
- (βαθμός πυροσβεστικής) ανώτατος αξιωματικός και αρχηγός της πυροσβεστικής υπηρεσίας με βαθμό ανώτερο του υποστρατήγου
- συντομογραφία: αντγος, ατγος
Συγγενικά
- αντιστρατήγημα
- αντιστρατήγία
- αντιστρατηγικός
- στρατηγός (↑ανώτερος)
- υποστράτηγος (↓κατώτερος)
- αντιναύαρχος (πολεμικό ναυτικό / λιμενικό σώμα)
- αντιπτέραρχος (πολεμική αεροπορία)
- αναθεωρητής Α΄ (δικαστικό)
Μεταφράσεις
αντιστράτηγος
Πηγές
- αντιστράτηγος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- αντιστράτηγος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- αντιστράτηγος - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.