αντιστοίχιση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αντιστοίχιση | οι | αντιστοιχίσεις |
| γενική | της | αντιστοίχισης* | των | αντιστοιχίσεων |
| αιτιατική | την | αντιστοίχιση | τις | αντιστοιχίσεις |
| κλητική | αντιστοίχιση | αντιστοιχίσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, αντιστοιχίσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αντιστοίχιση < αντιστοιχ(ίζω) + -σις > -ση[1] (Η λέξη πρωτοχρησιμοποιήθηκε ως ἀντιστοίχησις (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική registre) το 1856 από τον Σκαρλάτο Βυζάντιο [2]
Προφορά
- ΔΦΑ : /an.diˈsti.çi.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ντι‐στοί‐χι‐ση
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
αντιστοίχιση
Αναφορές
- αντιστοίχιση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- σελ. 109, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.