αντιστοιχίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αντιστοιχίζω < αντιστοιχία + -ίζω
Ρήμα
αντιστοιχίζω (παθητική φωνή: αντιστοιχίζομαι)
- συσχετίζω δύο στοιχεία που ανήκουν σε διαφορετικές στήλες ενός πίνακα ή γενικότερα σε δύο διαφορετικά σύνολα. Δηλώνω ότι το ένα από αυτά αντιστοιχεί στο άλλο, ότι υπάρχει μεταξύ τους μια μονοσήμαντη ή αμφιμονοσήμαντη αντιστοιχία.
- ↪Στη στήλη Α περιέχονται ονόματα ιστορικών προσώπων και στη στήλη Β ιστορικά γεγονότα. Αντιστοιχίστε τα πρόσωπα της στήλης Α με τα γεγονότα στα οποία συμμετείχαν.
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις αντίστοιχος, αντί και στοίχος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.