αντιλαβή

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αντιλαβή οι αντιλαβές
      γενική της αντιλαβής των αντιλαβών
    αιτιατική την αντιλαβή τις αντιλαβές
     κλητική αντιλαβή αντιλαβές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αντιλαβή < (ελληνιστική κοινή) ἀντιλαβή (ίδια σημασία) < αρχαία ελληνική ἀντιλαβή < λαμβάνω

Ουσιαστικό

αντιλαβή θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.