γουλίδι

Χρειάζεται παραπομπή σε λεξικό.


Κρητικά (el-crt)

Ετυμολογία

γουλίδι < πιθανώς γουλιά + -ίδι εξ ου και ο τρίτος ορισμός

Ουσιαστικό

γουλίδι ουδέτερο (κρητικά)

  1. (για το κρέας) το κομμάτι, τεμάχιο
  2. ολόκληρο τυρί
  3. γουλιά, ρουφηξιά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.