αντικριστής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | αντικριστής | οι | αντικριστές |
| γενική | του | αντικριστή | των | αντικριστών |
| αιτιατική | τον | αντικριστή | τους | αντικριστές |
| κλητική | αντικριστή | αντικριστές | ||
| Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
αντικριστής αρσενικό
- (οικονομία, νεολογισμός, επάγγελμα) αυτός που βοηθά κάποιον χρηματιστή στην πραγματοποίηση χρηματιστηριακών συναλλαγών
Μεταφράσεις
αντικριστής
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.