αντικομφορμιστής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αντικομφορμιστής οι αντικομφορμιστές
      γενική του αντικομφορμιστή των αντικομφορμιστών
    αιτιατική τον αντικομφορμιστή τους αντικομφορμιστές
     κλητική αντικομφορμιστή αντικομφορμιστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αντικομφορμιστής < (λόγιο δάνειο) γαλλική anticonformiste με τροπή [n] > [m] < anticonformisme < αντι- + conformisme < con + forme

Ουσιαστικό

αντικομφορμιστής αρσενικό

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.