κομφόρ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- κομφόρ < (λόγιο δάνειο) γαλλική confort < αγγλική comfort
Προφορά
- ΔΦΑ : /koɱˈfoɾ/
Ουσιαστικό
κομφόρ ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό άκλιτο
- παροχές για άνετη ζωή, όπως οικιακές συσκευές, αντικείμενα καθημερινής χρήσης που κάνουν τη ζωή εύκολη
- ※ Είχε σπίτι αγορασμένο και επισκευασμένο με όλα τα κομφόρ. (Γιάννης Ξανθούλης (2012), Ο γιος του δάσκαλου [μυθιστόρημα])
Συνώνυμα
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.