αντιθρομβωτικό
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αντιθρομβωτικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο επιθέτου αντιθρομβωτικός
Ουσιαστικό
αντιθρομβωτικό ουδέτερο
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
αντιθρομβωτικό
|
Νέα ελληνικά (el)
Κλιτικός τύπος επιθέτου
αντιθρομβωτικό
- αιτιατική ενικού του αντιθρομβωτικός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του αντιθρομβωτικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.