αντεμετικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αντεμετικός | η | αντεμετική | το | αντεμετικό |
| γενική | του | αντεμετικού | της | αντεμετικής | του | αντεμετικού |
| αιτιατική | τον | αντεμετικό | την | αντεμετική | το | αντεμετικό |
| κλητική | αντεμετικέ | αντεμετική | αντεμετικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αντεμετικοί | οι | αντεμετικές | τα | αντεμετικά |
| γενική | των | αντεμετικών | των | αντεμετικών | των | αντεμετικών |
| αιτιατική | τους | αντεμετικούς | τις | αντεμετικές | τα | αντεμετικά |
| κλητική | αντεμετικοί | αντεμετικές | αντεμετικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αντεμετικός < γαλλική antiémétique < anti- (< αρχαία ελληνική ἀντι-) + émétique (<αρχαία ελληνική ἐμετικός) (αντιδάνειο)
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη εμετός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.