αντιβηχικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αντιβηχικός | η | αντιβηχική | το | αντιβηχικό |
| γενική | του | αντιβηχικού | της | αντιβηχικής | του | αντιβηχικού |
| αιτιατική | τον | αντιβηχικό | την | αντιβηχική | το | αντιβηχικό |
| κλητική | αντιβηχικέ | αντιβηχική | αντιβηχικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αντιβηχικοί | οι | αντιβηχικές | τα | αντιβηχικά |
| γενική | των | αντιβηχικών | των | αντιβηχικών | των | αντιβηχικών |
| αιτιατική | τους | αντιβηχικούς | τις | αντιβηχικές | τα | αντιβηχικά |
| κλητική | αντιβηχικοί | αντιβηχικές | αντιβηχικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αντιβηχικός < αντι- + βήχας + -ικός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική antitussif)
Επίθετο
αντιβηχικός, -ή, -ό
- (ιατρική) που συμβάλλει στον περιορισμό, την καταπράυνση ή την εξάλειψη του βήχα
- (ουσιαστικοποιημένο) (φαρμακευτική) αντιβηχικό: το σχετικό φάρμακο
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη βήχας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.