αντιαισθητικός
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αντιαισθητικός < αντί + αισθητικός
Επίθετο
αντιαισθητικός
- αυτός που δεν ανταποκρίνεται στους κανόνες του ωραίου και της αισθητικής
- πολλοί θεωρούν αντιαισθητική την προσέγγιση του φωτογράφου
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αντιαισθητικός | η | αντιαισθητική | το | αντιαισθητικό |
| γενική | του | αντιαισθητικού | της | αντιαισθητικής | του | αντιαισθητικού |
| αιτιατική | τον | αντιαισθητικό | την | αντιαισθητική | το | αντιαισθητικό |
| κλητική | αντιαισθητικέ | αντιαισθητική | αντιαισθητικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αντιαισθητικοί | οι | αντιαισθητικές | τα | αντιαισθητικά |
| γενική | των | αντιαισθητικών | των | αντιαισθητικών | των | αντιαισθητικών |
| αιτιατική | τους | αντιαισθητικούς | τις | αντιαισθητικές | τα | αντιαισθητικά |
| κλητική | αντιαισθητικοί | αντιαισθητικές | αντιαισθητικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Συνώνυμα
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
αντιαισθητικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.