επιχειρώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- επιχειρώ < αρχαία ελληνική ἐπιχειρέω
Ρήμα
επιχειρώ
- (μεταβατικό) καταπιάνομαι με ένα έργο, προσπαθώ, αποπειρώμαι
- (όταν το ρήμα χρησιμοποιείται σε παρελθοντικούς χρόνους, συχνά υπονοείται ότι η προσπάθεια δεν ήταν επιτυχής)
- ένας κρατούμενος επιχείρησε να δραπετεύσει
- (όταν το ρήμα χρησιμοποιείται σε παρελθοντικούς χρόνους, συχνά υπονοείται ότι η προσπάθεια δεν ήταν επιτυχής)
- (αμετάβατο) διεξάγω στρατιωτικές επιχειρήσεις, πολεμώ
- Ο αρχηγός του ρωσικού επιτελείου κατήγγειλε ότι ξένοι μισθοφόροι επιχειρούν κατά των αυτονομιστών στην ανατολική Ουκρανία.[1]
- (νεολογισμός) (αμετάβατο) ξεκινώ μια επιχείρηση, γίνομαι επιχειρηματίας
- Όταν οι νέοι επιχειρούν - Μαθητές Λυκείου ίδρυσαν εταιρία ηλιακών παιχνιδιών[2]
Συγγενικά
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | επιχειρώ | επιχειρούσα | θα επιχειρώ | να επιχειρώ | επιχειρώντας | |
| β' ενικ. | επιχειρείς | επιχειρούσες | θα επιχειρείς | να επιχειρείς | (επιχείρει) | |
| γ' ενικ. | επιχειρεί | επιχειρούσε | θα επιχειρεί | να επιχειρεί | ||
| α' πληθ. | επιχειρούμε | επιχειρούσαμε | θα επιχειρούμε | να επιχειρούμε | ||
| β' πληθ. | επιχειρείτε | επιχειρούσατε | θα επιχειρείτε | να επιχειρείτε | επιχειρείτε | |
| γ' πληθ. | επιχειρούν(ε) | επιχειρούσαν(ε) | θα επιχειρούν(ε) | να επιχειρούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | επιχείρησα | θα επιχειρήσω | να επιχειρήσω | επιχειρήσει | ||
| β' ενικ. | επιχείρησες | θα επιχειρήσεις | να επιχειρήσεις | επιχείρησε | ||
| γ' ενικ. | επιχείρησε | θα επιχειρήσει | να επιχειρήσει | |||
| α' πληθ. | επιχειρήσαμε | θα επιχειρήσουμε | να επιχειρήσουμε | |||
| β' πληθ. | επιχειρήσατε | θα επιχειρήσετε | να επιχειρήσετε | επιχειρήστε | ||
| γ' πληθ. | επιχείρησαν επιχειρήσαν(ε) |
θα επιχειρήσουν(ε) | να επιχειρήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω επιχειρήσει | είχα επιχειρήσει | θα έχω επιχειρήσει | να έχω επιχειρήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις επιχειρήσει | είχες επιχειρήσει | θα έχεις επιχειρήσει | να έχεις επιχειρήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει επιχειρήσει | είχε επιχειρήσει | θα έχει επιχειρήσει | να έχει επιχειρήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε επιχειρήσει | είχαμε επιχειρήσει | θα έχουμε επιχειρήσει | να έχουμε επιχειρήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε επιχειρήσει | είχατε επιχειρήσει | θα έχετε επιχειρήσει | να έχετε επιχειρήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν επιχειρήσει | είχαν επιχειρήσει | θα έχουν επιχειρήσει | να έχουν επιχειρήσει |
| |
- Στην παθητική φωνή είναι εύχρηστο μόνο το γ' πρόσωπο (ενεστ. επιχειρείται) και η μετοχή ενεστώτα επιχειρούμενος.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.