αντίτυπο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αντίτυπο τα αντίτυπα
      γενική του αντίτυπου
& αντιτύπου
των αντίτυπων
& αντιτύπων
    αιτιατική το αντίτυπο τα αντίτυπα
     κλητική αντίτυπο αντίτυπα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αντίτυπο < (ελληνιστική κοινή) ἀντίτυπον < αρχαία ελληνική ἀντίτυπος < ἀντί + τύπος < τύπτω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *(s)teu-p- (χτυπώ) ((σημασιολογικό δάνειο) αγγλική copy)

Προφορά

ΔΦΑ : /anˈdi.ti.po/

Ουσιαστικό

αντίτυπο ουδέτερο

  1. το πανομοιότυπο αντίγραφο (ένα από τα πολλά) ενός βιβλίου, περιοδικού, εφημερίδας κ.λπ.
  2. (συνεκδοχικά) (οποιοδήποτε) αντίγραφο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.